- ῥακόεις
- ῥᾰκόεις, εσσα, εν,A ragged, torn, tattered, AP6.21.II (
ῥάκος 11
) wrinkled, χρώς ib.11.66 (Antiphil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥάκος 11
) wrinkled, χρώς ib.11.66 (Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρακόεις — έσσα, εν, Α 1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος 2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ῥακόεντα — ῥακόεις ragged neut nom/voc/acc pl ῥακόεις ragged masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακόεσσαν — ῥακόεις ragged fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)